λιζιοερωτόδουλος

λιζιοερωτόδουλος
λιζιοερωτόδουλος, -ον (Μ)
σκλάβος τού έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίζιος «υπόδουλος» + ἔρως + δοῦλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”